
Το 1913, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, και Ιαπωνίας) υπέγραψε στο Λονδίνο την συνθήκη για τον καταμερισμό των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ασχολούμενη συγχρόνως, και παρά τις ελληνικές ενστάσεις, με τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων. Τον Μάιο του 1920, η Ελλάδα, η οποία είχε ήδη παραχωρήσει στην Αλβανία δεκατέσσερα χωριά στην περιοχή της Κορυτσάς, υπό την πίεση της γαλλικής και της ιταλικής διπλωματίας, σύρθηκε στην υπογραφή του διακανονισμού που της είχαν προτείνει, για τον καθορισμό των συνόρων της με την Αλβανία.
Μετά το 1922 και την οριστική διάψευση της “Μεγάλης Ιδέας”, η Ελλάδα βρέθηκε σε μία εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία, απομονωμένη διεθνώς, λόγω της βεβιασμένης απόφασης για την εκτέλεση των “Έξι” ως υπαίτιων της μικρασιατικής τραγωδίας. Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, στις 24 Ιουλίου 1923, δημιούργησε, εκ νέου, ελπίδες για μία νέα περίοδο σταθερότητας στα Βαλκάνια και όλοι προσπάθησαν να κατανοήσουν τις ευρύτερες επιπτώσεις αυτού του συμφώνου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η ελληνική εξωτερική πολιτική εισήλθε σε μια νέα φάση: ο αλυτρωτισμός και η εδαφική ολοκλήρωση, που για έναν ολόκληρο αιώνα αποτέλεσαν τις βασικές συνισταμένες των επιδιώξεων της χώρας, αντικαταστάθηκαν από άλλους προσανατολισμούς, όπως ήταν η διατήρηση της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος, υπό το καθεστώς νέων διεθνών συνθηκών, η ανασυγκρότηση των κοινωνικών δομών και η πρόσδεση στο πλευρό των συμμάχων, με τις κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν η μία την άλλη, να μπορούν ελάχιστα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Στις 7 Μαρτίου του 1923 η υπό διεθνή εντολή, τριεθνής επιτροπή, Ελλάδας, Αλβανίας, Ιταλίας, για την οριστική χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, έφθασε στα Ιωάννινα, με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Τελλίνι, αλλά ξεκίνησε το έργο της δύο μήνες μετά. Το πρωί της Δευτέρας 27 Αυγούστου 1923, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, κοντά στην Κακαβιά, ο Τελλίνι συνάντησε τον έλληνα αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Νότη Μπότσαρη και τον γραμματέα του αλβανικού Υπουργείου Εξωτερικών Δημήτερ Μπεράτι. Οι αποστολές αναχώρησαν με ξεχωριστό αυτοκίνητο, ενώ οι έλληνες, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αντιμετώπισαν κάποια μηχανική βλάβη και αναγκάστηκαν να καθυστερήσουν. Όταν ξεκίνησαν ξανά για την Κακαβιά, δέκα χιλιόμετρα πριν από τα σύνορα, στη θέση Ζέπι, συνάντησαν την ιταλική αντιπροσωπεία, η οποία κατευθυνόμενη στην κοιλάδα του Δρίνου για αναγνώριση, είχε πέσει σε ενέδρα. Ο Ενρίκο Τελλίνι, ο υπασπιστής του υπολοχαγός Μάριο Μπονατσίνι, ο επίατρος Κόρτι, ο διερμηνέας Θανάς Κραβέρι από το Λεσκοβίκου και ο οδηγός Φαρνέττι Ρεμίτζιο ήταν όλοι νεκροί από πυρά αγνώστων και όλοι τους είχαν δεχθεί την χαριστική βολή.

Οι ενέργειες για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, από ελληνικής πλευράς, υπήρξαν άμεσες. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε, αυθημερόν, στην Πρεσβευτική Διάσκεψη και στην Κοινωνία των Εθνών, αιτούμενη τον σχηματισμό μίας ειδικής επιτροπής για τη διερεύνηση της δολοφονίας και ανακρίσεις, μέσα στο αλβανικό έδαφος, αντιμετώπισε όμως κατηγορίες, από την ιταλική κυβέρνηση πως βρίσκονταν πίσω από το έγκλημα, για το οποίο δεν υπήρχε κανείς αυτόπτης μάρτυρας, παρά τις έρευνες και την επικήρυξη των δραστών. Η είδηση της δολοφονίας προκάλεσε ιδιαίτερη πολιτική αναστάτωση, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Αλβανία, που παρουσίασε τα θύματα ως πεσόντες μάρτυρες υπέρ της αλβανικής υπόθεσης.
Στις 29 Αυγούστου, η κυβέρνηση Μουσολίνι, που είχε αναλάβει την εξουσία δέκα μήνες νωρίτερα, χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των ερευνών και των ανακρίσεων, ζήτησε με τηλεγραφική διακοίνωση προθεσμίας 24 ωρών, μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα, ιδιαιτέρως επαχθείς όρους: απαίτησε από την ανώτατη ελληνική στρατιωτική αρχή να ζητήσει συγγνώμη ενώπιον του ιταλού πρέσβη στην Αθήνα, να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στις σορούς των θυμάτων κατά τη μεταφορά τους στην Πρέβεζα, να τελεστεί μνημόσυνο για τα θύματα, παρουσία του συνόλου του υπουργικού συμβουλίου στον καθολικό καθεδρικό ναό Αθηνών, να αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ημέρα του μνημόσυνου στον όρμο του Φαλήρου, να διενεργηθεί ανάκριση, με τη σύμπραξη του ιταλού στρατιωτικού ακολούθου, για την προσωπική ασφάλεια του οποίου η Ελλάδα θα αναλάμβανε την απόλυτη ευθύνη, να καταδικαστούν οι ένοχοι σε θάνατο και τέλος να καταβάλει η Ελλάδα 50 εκατομμύρια ιταλικές λιρέτες, πέντε ημέρες μετά την επίδοση του τελεσιγράφου. Από τις απαιτήσεις αυτές, μόνο η απόδοση τιμών, η αίτηση συγγνώμης και η τέλεση του μνημόσυνου παρουσία του υπουργικού συμβουλίου, έγιναν δεκτές, με την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα – Γονατά να είναι επιπλέον διατεθειμένη να προσφέρει αρωγή στις οικογένειες των δολοφονηθέντων. Ο έλληνας υπουργός εξωτερικών Απόστολος Αλεξανδρής, πρότεινε στην Ιταλία, την ανάθεση της επίλυσης της διαφοράς τους στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ τηλεγράφησε στον Μουσολίνι, διαβεβαιώνοντάς τον ότι οι δολοφόνοι του Τελλίνι και της συνοδείας του δεν ήταν Έλληνες, αλλά ληστές αλβανικής καταγωγής. Η επαναστατική κυβέρνηση
αντέδρασε καθησυχαστικά και με αδικαιολόγητη μετριοπάθεια, πιστεύοντας, ίσως, πως η Ιταλία θα εξαντλούσε, στη συνέχεια, κάθε διπλωματική και νομική διαδικασία. Η ελληνική όμως απάντηση, κρίθηκε από τον Μουσολίνι ως απόρριψη των αξιώσεων της Κυβέρνησής του και διέταξε μία μοίρα του στόλου του, που βρίσκονταν ήδη ελλιμενισμένη στον Τάραντα, να καταπλεύσει στην Κέρκυρα.
Στις 30 Αυγούστου έκανε την εμφάνισή του στον ουρανό της Κέρκυρας ένα πηδαλιουχούμενο αερόστατο, τύπου “Ζέππελιν”, χωρίς να κινήσει κάποια ιδιαίτερη υποψία, αφού το θέμα της δολοφονίας του Τελλίνι ελάχιστοι είχαν προλάβει να το πληροφορηθούν. Το επόμενο πρωί τέσσερα θωρηκτά, μεταξύ αυτών η ναυαρχίδα της μοίρας “Κόμης του Καβούρ”, πέντε βαρέα και πέντε ελαφρά καταδρομικά, τρία μεταγωγικά και πέντε ακόμα τορπιλοβόλα και υποβρύχια του ιταλικού ναυτικού, κατέπλευσαν ανοιχτά της Κέρκυρας. Ο αιφνιδιασμός των κερκυραίων ολοκληρώθηκε όταν στο νησί αποβιβάστηκε ο πλοίαρχος Αντόνιο Φωσκίνι, ως εκπρόσωπος του Ναύαρχου Σολάρι, ο οποίος συνοδευόμενος από τον Ιταλό πρόξενο στο νησί Αντόλφο Σκελίνι, κατευθύνθηκε στη Νομαρχία και με τελεσιγραφική απαίτηση προς τον νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο, ζήτησε την άμεση παράδοση του νησιού: «Κατά διαταγήν της κυβερνήσεως της Α.Μ. του Βασιλέως της Ιταλίας θα προβώ στην ειρηνική κατάληψη της νήσου Κέρκυρας. Αν εκ μέρους σας ή οιασδήποτε άλλης πολιτικής ή στρατιωτικής αρχής προβληθεί αντίσταση ή δυσχέρειες, θα προβώ στην κατάληψή της διά της βίας. Η κατάληψη θα αρχίσει τριάντα λεπτά της ώρας μετά την επίδοση του παρόντος και, αφού εκπνεύσει αυτή η προθεσμία, αν ο απεσταλμένος μου δεν επιστρέψει στο πλοίο μου ή αν δεν γίνουν δεκτές στο ακέραιο όλες οι αξιώσεις που διατυπώνω, θα αρχίσω δράση μέσα από τις δυνάμεις που διαθέτω». Συγχρόνως απαγόρευσε κάθε επικοινωνία με την Αθήνα και αποχώρησε. Την έκπληξη και την αμηχανία του Ευριπαίου διαδέχθηκε η απογοήτευση στις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με την κυβέρνηση και με τον υπουργό εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των ιταλικών αρχών για την παραβίαση της, διεθνώς κατοχυρωμένης από το 1864, ουδετερότητας της Κέρκυρας. Παράλληλα ενημέρωσε τις ιταλικές δυνάμεις πως στα ανοχύρωτα φρούρια βρίσκονται πρόχειρα εγκατεστημένοι επτά περίπου χιλιάδες μικρασιάτες και αρμένιοι πρόσφυγες, τα παιδιά των οποίων έχουν τεθεί υπό την προστασία του Δημάρχου του Λονδίνου. Το πρώτο τηλεγράφημα του Ευριπαίου: «Ιταλικός στόλος κατέπλευσε αξιώσας παράδοσιν πόλεως εντός ημισείας ώρας. Μη δυνάμενος μέχρι τούδε να επικοινωνήσω μεθ’ υμών και μη διαθέτων δύναμιν, ηναγκάσθην να λάβω πρωτοβουλίαν αρνούμενος τυπικώς την παράδοσιν, να μην προβάλω αντίστασιν, συμφωνούντος και του φρουράρχου. Αναμένω διαταγάς», παρέμεινε αναπάντητο. Ο μητροπολίτης Αθηναγόρας Σπύρου πρότεινε αντίσταση, αλλά ο δήμαρχος Στυλιανός Μανιαρίζης, ο διοικητής της χωροφυλακής, ο λιμενάρχης και ο φρούραρχος ταγματάρχης Παναγόπουλος, που δεν διέθετε περισσότερους από 150 άνδρες, αναγνώρισαν πως κάτι τέτοιο θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.
Με την παρέλευση της προθεσμίας οι πύργοι των ιταλικών θωρηκτών έστρεψαν τις κάνες προς την πόλη και επί 25 λεπτά εξαπέλυσαν έναν αργό κανονιοβολισμό. Η πρώτη οβίδα έσκασε στην καρδιά του νέου φρουρίου, εκεί που φιλοξενούνταν η Σχολή της Αστυνομίας. Οι περιγραφές που έχουν καταγραφεί μαρτυρούν τον πανικό που επικράτησε στις τάξεις των προσφύγων. Βλήματα χτύπησαν το παλαιό φρούριο, την περιοχή της Τενέδου και έφτασαν μέχρι το Σαρρόκο και το παλαιό εβραϊκό κοιμητήριο. 15 νεκρούς και 35 τραυματίες, σχεδόν όλοι μικρασιάτες πρόσφυγες, στοίχισε ο βομβαρδισμός, οι περισσότεροι εκ των οποίων ρίχθηκαν αργότερα σ’ ένα ομαδικό λάκκο στις παρυφές του παλαιού φρουρίου.


Συγκλονιστικό υπήρξε το κείμενο της ιατροδικαστικής εκθέσεως για τα θύματα που συνέταξαν την 1η Σεπτεμβρίου 1923 ο διευθυντής της αστυϊατρικής υπηρεσίας της Αστυνομικής Διευθύνσεως Κέρκυρας Ν. Βασιλάς και οι ιατροί Σ. Στίνης και Φ. Πολίτης. Μεταξύ πολλών, αναφέρουν: « (…) Πτώμα ανδρός 65 ετών φέρον τραύματα εκ θραύσματος οβίδος τρία κατά τον θώρακα, δύο κατά την κοιλίαν, έτερα κατά την δεξιάν χείρα, άπερ επέφερον, την τελείαν αποκοπήν του δεξιού αντίχειρος. Το πτώμα τούτο φαίνεται ανήκον εις πρόσφυγα εργατικόν, παρουσιάζει δε δύο σημεία, άτινα είναι άξια παρατηρήσεως. Πρώτον, φέρει περικνημίδας χρώματος μελανού και αμέμπτου καθαριότητος προφανώς καινουργείς, υποδήματα δεν φέρει, και δεύτερον τα εσωτερικά των θυλακίων του είναι ανεστραμμένα προς τα έξω. Δεν είναι διόλου απίθανον ότι ούτος είχε και υποδήματα, τα οποία αφήρεσαν οι μετακομίζοντες αυτόν, οίτινες και ηρεύνησαν τα θυλάκιά του σκυλεύσαντες τον νεκρόν».
Ο νομάρχης Ευριπαίος επιχείρησε να στείλει ένα δεύτερο τηλεγράφημα: «Όλως αιφνιδίως και αναιτίως, μολονότι ειδοποίησα υπευθύνως τον Ιταλόν στόλαρχον ότι δεν θα προβληθή αντίστασις, ήρχισε βομβαρδισμός της πόλεως. Σφοδρά πυρά ολοκλήρου του στόλου. Βάλλονται ισχυρώς φρούρια και γύρω περιοχαί. Θωρηκτά συμμετέχουν δια βαρέων πυροβόλων των». Στην Αθήνα η ασυνεννοησία μεταξύ του Γονατά και του Πλαστήρα ήταν τραγελαφική, αφού προφανώς, αδυνατούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος των ιταλικών αντιποίνων. Ο Πλαστήρας επιθυμούσε στρατιωτική ανάμιξη, κάτι τέτοιο όμως θα επέτρεπε στο Μουσολίνι να κατακτήσει το νησί, χαρακτηρίζοντάς το πολεμική σύρραξη. Πιο μετριοπαθής, ο Γονατάς, αποφάσισε τελικά το συμβιβασμό και την προσφυγή στα διεθνή όργανα, ένα τηλεγράφημα όμως με οδηγίες, που επιχείρησε να στείλει στην Κέρκυρα, δεν θα το ολοκληρώσει ποτέ. Στο τηλεγραφείο ο Ευριπαίος, μάταια, περίμενε την μισοτελειωμένη διαταγή της Κυβέρνησης «δίδω υμίν διαταγή όπως…» και στις 16.27’ υποχρεώθηκε να διατάξει να υψώσουν λευκή σημαία στο παλαιό φρούριο.
Μόλις ο ναύαρχος Σολάρι αντιλήφθηκε την παράδοση της πόλης, διέταξε να σταματήσουν τα πυρά και αμέσως, εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί με στολή εκστρατείας, μέσα σε άκατους, εφόρμησαν στο λιμάνι, καταλαμβάνοντας θέσεις, οργανώνοντας προγεφυρώματα με φορητά πυροβόλα, ενώ κατέλαβαν το φρούριο, υψώνοντας την ιταλική σημαία στην κορυφή του. Ο συνταγματάρχης Παναγόπουλος με τους άνδρες του είχε ήδη καταφύγει στο εσωτερικό του νησιού περιμένοντας εντολές, ενώ οι μόνοι κάτοικοι που είχαν μείνει στο παλαιό φρούριο, ήταν οι χιλιάδες πανικόβλητοι πρόσφυγες που είχαν στριμωχτεί μέσα στις μίνες.

Η διεύθυνση της χωροφυλακής, το στρατολογικό γραφείο το οποίο βανδαλίστηκε, η αστυνομική σχολή, το φρουραρχείο, η νομαρχία, το νοσοκομείο, μέσα σε δύο ώρες καταλήφθηκαν από τους ιταλούς, ενώ ο ναύαρχος Σολάρι κυκλοφόρησε μία προκήρυξη στην οποία πληροφορούσε για τη δολοφονία Τελλίνι, για την άρνηση της Ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί “τους δίκαιους (όπως τους χαρακτήριζε) όρους” της Ιταλικής κυβέρνησης, ενημερώνοντας για την απόφαση να καταληφθεί η νήσος, επιμένοντας, διαρκώς, ότι η πράξη τους “δεν ήταν πολεμική παρά ειρηνική”. Παράλληλα διατύπωσε τους όρους της κατάληψης: Μέχρι της 4ης απογευματινής θα έχει υποσταλεί η ελληνική σημαία και θα έχει αναρτηθεί η ιταλική, η οποία θα χαιρετηθεί με 21 κανονιοβολισμούς. Η διοίκηση της νήσου αναλήφθηκε από τον υποναύαρχο Αουρέλιο Μπελλένι. Στον υποναύαρχο Μπελλένι παραδόθηκαν οι στρατώνες των στρατιωτικών δυνάμεων και της χωροφυλακής, οι οποίες αφοπλίστηκαν. Παραδόθηκαν όλα τα όπλα των στρατευμάτων και των αποθηκών υλικού πολέμου. Οι έλληνες στρατιώτες μετά τον αφοπλισμό τους, συγκεντρώθηκαν σε ένα μικρό στρατώνα. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών. Ετοιμάστηκαν οι στρατώνες για τα στρατεύματα κατοχής. Διακόπηκαν οι τηλεγραφικές, τηλεφωνικές και ταχυδρομικές επικοινωνίες. Επιβλήθηκε ιταλικός έλεγχος στις συγκοινωνίες ξηράς και τις θαλάσσιες μεταφορές. Ταυτόχρονα, ένα απόσπασμα συνέλαβε τον Ευριπαίο και τον οδήγησε στην ναυαρχίδα των Ιταλών. Ο πλοίαρχος Φωσκίνι του απήγγειλε μάλιστα την κατηγορία ότι συλλαμβάνεται ως υπεύθυνος του επεισοδίου, καθώς εξαιτίας της αναποφασιστικότητάς του και της άρνησής του να παραδώσει την πόλη, τους υποχρέωσαν, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις, να επιτεθούν. Τον κατηγόρησε, επίσης, πως δεν ήταν ξεκάθαρος για την ύπαρξη προσφύγων μέσα στα φρούρια, δηλώνοντας πως δεν επιθυμούσαν με κανένα τρόπο να αφήσουν ανθρώπινες απώλειες και κύρια στον άμαχο πληθυσμό. Ακολούθως τον απέλασαν μαζί με τον αστυνομικό διοικητή στην Αθήνα, η οποία συνέχισε να παραμένει θεατής.

Παρά τις επίμονες προσφυγές της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Συμβούλιο του Οργανισμού της Κοινωνίας των Εθνών για να αναλάβει δράση και την επιθυμία της να προσφύγει στο Δικαστήριο της Χάγης για τη διευθέτηση του επεισοδίου με την Ιταλία, μια τακτική “φίλιων” παλινωδιών και άτολμων συμβιβασμών, την υποχρέωσε στις 8 Σεπτεμβρίου, να καταρρακώσει το κύρος της και να καταβάλει την αποζημίωση που της είχε ζητηθεί και άλλους όρους που της είχαν επιβάλλει. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι το ποσό των 50 εκατομμυρίων λιρετών που ζήτησε ο Μουσολίνι, αντιστοιχούσε με 500.000 λίρες Αγγλίας και ότι η Ελλάδα με πολλή προσπάθεια είχε μόλις εξασφαλίσει από την Τράπεζα της Αγγλίας δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει, προσωρινά, τις ανάγκες των προσφύγων, αντιλαμβανόμαστε τις επιπτώσεις μιας τέτοιας αποζημίωσης στον κρατικό προϋπολογισμό.
Τελικά και αφού ικανοποιήθηκαν οι όροι της ιταλικής κυβέρνησης, διατάχθηκε η εκκένωση του νησιού και ο νέος διοικητής του αντιναύαρχος Ντιέγκο Σιμωνέττι άρχισε τις προετοιμασίες για μία ομαλή μετάβαση στην προηγούμενη αρχή. Στις 08:00′ το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου η ιταλική σημαία υπεστάλη από τον ιστό του παλαιού φρουρίου και πραγματοποιήθηκε μέσα σε κανονιοβολισμούς και επευφημίες η έγερση της ελληνικής. Το ίδιο συνέβη και στα κτίρια της Νομαρχίας, του Δήμου και στο Μον Ρεπό, την ώρα που ο ιταλικός στόλος αποχωρούσε από την Κέρκυρα. Η αντίδραση του κόσμου υπήρξε πανηγυρική, ενώ τόσο ο Ευριπαίος που είχε πλέον επιστρέψει, όσο οι πρόξενοι της Αγγλίας και της Γαλλίας έγιναν μάρτυρες μίας μεγαλειώδους υποδοχής.

Το έγκλημα της Κακαβιάς δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, παρά τα σενάρια που κατά καιρούς έχουν γραφεί. Έγκλημα ή προβοκάτσια, το επεισόδιο της Κέρκυρας, πέραν από την πολιτική θύελλα που προκάλεσε, συντήρησε για πολλά ακόμα χρόνια τον ελληνοϊταλικό εδαφικό ανταγωνισμό, αλλά ανέδειξε και την αδυναμία της ηγεσίας αυτής της χώρας να αντιμετωπίσει αξιόπιστα και με επιτυχία μία τέτοια κρίση. Απέδειξε όμως και την αδυναμία των διεθνών θεσμών και οργανισμών να υπηρετήσουν το δίκαιο, όπως κυρίως εκφράστηκε μέσα από την αναίτια θυσία των προσφύγων, που βρίσκονταν στοιβαγμένοι σε μια γωνιά του φρουρίου και από περιέργεια στη θέα του ιταλικού στόλου, ανέβηκαν στα τείχη για να δουν την αρμάδα να δένει στα ανοιχτά του λιμανιού.
Οι σωροί των θυμάτων από κάποια άγνωστη γωνιά του παλαιού φρουρίου, μεταφέρθηκαν, κάποια στιγμή μέσα στο χρόνο, σε μία άλλη, άγνωστη γωνιά του δημοτικού κοιμητηρίου. Σήμερα, μία αναμνηστική πλάκα, στα αριστερά της εισόδου, έχει τοποθετηθεί, πάνω στον τοίχο, για να θυμίζει στους επισκέπτες το άδοξο τέλος τους.


Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου της ψηφιακής έκθεσης «Από την Ιωνία στο Ιόνιο», χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια της Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας.