Πόντιοι Πρόσφυγες στην Κέρκυρα (20/1/1923).Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
τα κλαίτε εσείς τα πάντα σας, σπίτια, αγαθά, θεία δώρα,παρατημένα, αφανισμένα, πλάσματα, πουλιά, όπου όργωνεν ο Έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα,πάει κι η πατρίδα κι η φωλιά.
Κ.Παλαμάς, «Το τραγούδι των προσφύγων», 1922.
Η ιστορία των Επτανήσων χρωματίζεται από τη μετανάστευση πλήθους ανθρώπων, Ελλήνων και μη, από την «μεταφορά» νέων πολιτιστικών στοιχείων, την μερική ή ολική αφομοίωση και την υιοθέτηση τους, τα οποία σταδιακά διαμόρφωσαν την σύγχρονη «επτανησιακή ταυτότητα».
Ο χώρος του Ιονίου αποτελεί σημείο συνάντησης της Ανατολής με τη Δύση. Στο πέρασμα των αιώνων έχει υποδεχθεί χιλιάδες ανθρώπους. Από τον 13ο αιώνα οικογένειες από την Ιταλική Χερσόνησο, την Προβηγκία και τα Βαλκάνια μετακινούνται στην Κέρκυρα, μεταξύ αυτών οι πρώτοι Εβραίοι και οι πρώτοι Αθίγγανοι που εντοπίζονται σε ορισμένες από αυτές τις γεωγραφικές περιοχές.
Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας των Επτανήσων (1386-1797) σημειώθηκε αθρόα μετεγκατάσταση πληθυσμών από την βενετική επικράτεια. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ελληνόφωνοι, οι οποίοι κατέφυγαν στον ιονικό χώρο για να προστατευτούν από την οθωμανική επέλαση στις ανατολικές βενετικές κτήσεις, π.χ. της Κρήτης και της Πελοποννήσου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των Κρητών προσφύγων, κατά τον 17ο αιώνα, ο ερχομός των οποίων επηρέασε αισθητά τον πολιτισμό και τις τέχνες στα νησιά. Νέοι πληθυσμοί προσέρχονταν, επίσης, συχνά με κρατική προτροπή, από την βενετική ενδοχώρα και τις δαλματικές ακτές, προκειμένου να εποικιστούν τα έως τότε αραιοκατοικημένα Ιόνια Νησιά.
Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, η βαθμιαία απώλεια των ηπειρωτικών κτήσεων των Επτανήσων οδήγησε στην μετεγκατάσταση σε αυτά πολλών ανθρώπων από την Ήπειρο. Χαρακτηριστικότερη είναι η εγκατάσταση Σουλιωτών και Παργινών προσφύγων στα προάστια της πόλης της Κέρκυρας. Μερικά χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκαν στα νησιά πολυάριθμοι οικονομικοί μετανάστες από την Μάλτα, καθώς και μία πληθώρα Ιταλών πολιτικών προσφύγων, που είχαν εκδιωχθεί από τις αυστριακές αρχές των πόλεων τους για την πατριωτική τους δράση. Οι άνθρωποι αυτοί, Μαλτέζοι και Ιταλοί, συνέβαλαν την πολεοδομική, οικοδομική και θεσμική ανάπτυξη των νησιών, κατά τα χρόνια του Ιονίου Κράτους (1814-1864) και παράλληλα ενίσχυσαν το τοπικό καθολικό στοιχείο.
Αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα το 1916, η Κέρκυρα αναδείχθηκε το «Νησί της σωτηρίας», όπως χαρακτηριστικά έχει επικρατήσει στη μνήμη του σέρβικου λαού, καθώς σε αυτήν βρήκαν καταφύγιο περίπου 150 χιλιάδες Σέρβοι στρατιώτες και άμαχοι, μετά την ήττα του σερβικού από τον αυστριακό, γερμανικό και βουλγαρικό στρατό το 1915. Παρά τις όποιες ελλείψεις, η κινητοποίηση της ελληνικής πολιτείας κατάφερε να καλύψει τις άμεσες ανάγκες περίθαλψης και στέγασης των χιλιάδων Σέρβων στην Κέρκυρα, ενώ ένα μέρος των Σέρβων εξοπλίστηκαν πάλι και στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη προς ενίσχυση των Συμμαχικών στρατευμάτων.
Το ίδιο διάστημα, η Κέρκυρα θα υποδεχθεί πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Βόρεια Ήπειρο. Συγκεκριμένα, μέχρι το 1919 είχαν καταφύγει στο νησί περίπου 510 άτομα από την Ανατολική Θράκη. Οι ανάγκες στέγασής τους είχαν ως αποτέλεσμα την επίταξη οικημάτων. Η πλειονότητα των προσφύγων αυτών επέστρεψε στις πατρογονικές τους εστίες μέχρι και την Συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οπότε και αποχώρησαν οριστικά.
Μεταφορά προσφύγων από την Καλλίπολη (Ιούνιος 1915). Ιδιωτικό Αρχείο Σπύρου Γαούτση.
Πρόσφυγες που βρίσκονταν ήδη στη Μυτιλήνη φαίνεται πως ήρθαν στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1921 κατόπιν αιτήσεως του Δήμου Κερκυραίων για αποστολή 300 προσφύγων για γεωργικές εργασίες.
Με την μικρασιατική καταστροφή χιλιάδες Έλληνες εκδιώχθηκαν βίαια από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Η ειρηνική ζωή τους και η αρμονική συνύπαρξη με τους Τούρκους – που επισημαίνεται σε αρκετές μαρτυρίες- ξαφνικά ανατράπηκαν.
Ευστράτιος Σπανούδης, πρόσφυγας από την Μάδυτο Αν. Θράκης, Θεσσαλονίκη
1999, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ).
Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και η βίαιη αντεπίθεση των κεμαλικών δυνάμεων κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες Έλληνες και στιγμάτισε για πάντα όσους από τους δικούς τους ανθρώπους κατάφεραν να διασωθούν και να βρεθούν πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Τα Ιόνια νησιά παρότι βρίσκονται, σε σχέση με την Ιωνία, στο αντίθετο, στο δυτικό άκρο της ελληνικής επικράτειας υποδέχθηκαν έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων.
Ιδιαίτερα η Κέρκυρα αναδείχθηκε, ήδη από τα τέλη του 1922, σε ένα από τα κυριότερα κέντρα υποδοχής των προσφύγων. Η επιλογή της Κέρκυρας από την Κυβέρνηση ως τόπου προσωρινής εγκατάστασης ενός σημαντικού, για τα δεδομένα του νησιού, αριθμού προσφύγων δεν ήταν τυχαία. Η Κέρκυρα διέθετε λιμάνι που μπορούσε να εξυπηρετήσει τα μεγάλου μεγέθους πλοία που μετέφεραν τους πρόσφυγες. Επιπλέον, στο νησί υπήρχαν διαθέσιμοι για προσωρινή στέγαση χώροι, όπως οι στρατώνες και τα άλλα κτήρια του Παλαιού Φρουρίου. Παράλληλα, οι νησίδες Βίδο και Λαζαρέτο, που απείχαν ελάχιστα από την πόλη της Κέρκυρας, μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως τόποι καραντίνας για θέματα υγείας και πρόληψης.
Βέβαια, μια τέτοιου είδους πολιτική απόφαση δεν αποκλείεται να σχετίζεται έως ένα βαθμό και με τον κίνδυνο της ιταλικής προπαγάνδας. Το 1919, αναχωρεί από την Κέρκυρα ο συμμαχικός στόλος των Ιταλών, μαζί με τον αντίστοιχο γαλλο-βρετανικό, δυνάμεις που συμμετείχαν στη παράνομη -κατά τις διεθνείς συνθήκες- στρατιωτική κατοχή της Κέρκυρας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο εκείνη, όμως, φαίνεται να απασχολεί τις τοπικές αρχές και ιδιαίτερα τη Νομαρχία της Κέρκυρας, η αυξημένη δραστηριότητα του ιταλικού προξενείου και των ιταλικών εκπαιδευτηρίων που δραστηριοποιούνται στο νησί, και στις αναφορές της τόσο στην Αστυνομική Διεύθυνση, όσο και στο Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέρεται «στον κίνδυνο αλλοίωσης του εθνολογικού χαρακτήρα του νησιού».
Ξεκληρισμένοι
Και τρομαγμένοι
Ήρθαν, μισόγυμνοι
Κι’ αιματωμένοι
Κι’ αλλοι γυμνοί.
Μητροπολίτης Μεθόδιος Κοντοστάνος,«Πρόσφυγες», 1922 .
Η άφιξη των προσφύγων στο νησί γίνεται είτε μεμονωμένα λίγο πριν ή και μετά την Καταστροφή, είτε κυρίως με ομαδικές αποστολές.
Χρήστος Φωκάς, Κέρκυρα 20/08/2021, Αρχείο Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας.
Όσον αφορά τις ομαδικές αποστολές προσφύγων προς την Κέρκυρα, αυτές ξεκίνησαν από τον Οκτώβριο του 1922. Όπως συνάγεται από το Βιβλίο Πρωτοκόλλου της Νομαρχίας, οι τοπικές αρχές πληροφορούνταν για την επικείμενη άφιξη των προσφύγων από το Υπουργείο Περιθάλψεως.
Ευρυδίκη Γουναρίδου – Κιτούτση, πρόσφυγας από το Ικόνιο Μ. Ασίας, Αθήνα 1975
(Κέρκυρα 2022), Ιδιωτικό Αρχείο Οικογένειας Κατσαούνου.
Στοιβαγμένοι σε πλοία, χωρίς να γνωρίζουν συχνά τον τελικό προορισμό οι πρόσφυγες εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους. Οι περιγραφές του ταξιδιού αποτυπώνουν τις τραγικές συνθήκες που αντιμετώπισαν.
Οι αποστολές προσφύγων στην Κέρκυρα συνεχίστηκαν και μέσα στο 1923, αλλά και μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Με την ανταλλαγή στην Κέρκυρα έρχονται το 1924 κυρίως πρόσφυγες από την Καππαδοκία και την Κιλικία. Ανάμεσα τους ο ιερομόναχος Αρσένιος (Άγιος Αρσένιος Καππαδόκης) που οδήγησε τους Φαρασιώτες στο νησί, μαζί με τους οποίους ήρθε βρέφος ακόμη και ο μετέπειτα άγιος της ορθόδοξης εκκλησίας Άγιος Παΐσιος.
Για την υποδοχή και τη στέγαση των προσφύγων που έφθασαν στην Κέρκυρα είχε συσταθεί επιτροπή από τον Οκτώβριο του 1922. Την ευθύνη της καταγραφής των χιλιάδων αυτών ανθρώπων ανέλαβε αρχικά ο Δήμος Κερκυραίων μαζί με τους προέδρους των κοινοτήτων. Παράλληλα, καταγραφές φαίνεται πως πραγματοποιήθηκαν και από τις επιτροπές περιθάλψεως. Οι ονομαστικές αυτές καταστάσεις των προσφύγων αποστέλλονταν μηνιαία στο Υπουργείο Περιθάλψεως.
Με τον ερχομό τους στην Κέρκυρα αρκετοί πρόσφυγες βρέθηκαν μόνοι αποκομμένοι από τις οικογένειες τους με τις οποίες χωρίστηκαν κατά τη φυγή. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, πέρα από όλες τις κακουχίες που αντιμετώπιζαν, κλήθηκαν, λοιπόν, να αναζητήσουν και τα συγγενικά τους πρόσωπα, να σμίξουν ξανά και να ξεκινήσουν τον αγώνα της επιβίωσης. Η αναζήτηση των συγγενικών προσώπων δεν ήταν εύκολη. Ορισμένοι πρόσφυγες μάλιστα δε σταμάτησαν να αναζητούν τους δικούς τους για χρόνια μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Κατά την πρώτη, ταραγμένη, περίοδο των ετών 1922-1924, η Κέρκυρα υποδέχθηκε και περιέθαλψε χιλιάδες πρόσφυγες. Ομολογουμένως, περισσότερους απ’ όσους είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει το μικρό αυτό νησί του Ιονίου, το οποίο παρά τις σημαντικές ελλείψεις που αντιμετώπιζε, κατάφερε να ανταπεξέλθει στο τιτάνιο έργο της εγκατάστασης και ενσωμάτωσης εκείνων που τελικά επέλεξαν να ξαναρχίσουν εκεί την ζωή τους. Όμως, ακόμη και εκείνοι που έφυγαν, κράτησαν για πάντα την Κέρκυρα μέσα στην καρδιά τους.
Κι’ ήρθες Εσύ και κάθισες
Στα κάστρα της μπροστά,
Από τη γη που φύτρωσες
Σκληρά ξερριζωμένος,
Κι’ απλώσ’ αυτή τα χέρια της,
Η ίδια η Ναυσικά,
Κι’ ένοιωσες στην αγκάλη της
Βαθειά ξαποσταμένος…
Μαρκησία Τζιμοπούλου, Πρόσφυγες στην Κέρκυρα - Χρονικό 1922-1923, Αθήνα 1973.
Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου της ψηφιακής έκθεσης «Από την Ιωνία στο Ιόνιο», χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια της Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας.